αμελώδητος

αμελώδητος
ος , ον
1) см. αμελοποίητος; 2) невоспетый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αμελώδητος" в других словарях:

  • αμελώδητος — ἀμελώδητος, ον (Α) [μελωδητός] αυτός που δεν μελωδήθηκε, ατραγούδιστος …   Dictionary of Greek

  • ἀμελῴδητος — unmelodic masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμελῴδητον — ἀμελῴδητος unmelodic masc/fem acc sg ἀμελῴδητος unmelodic neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμελῳδήτῳ — ἀμελῴδητος unmelodic masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμελῴδητα — ἀμελῴδητος unmelodic neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»